Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

materiàle (ουσ αρσ ) matricìdio (ουσ αρσ )
materiàle (επίθ.) matricìna (θηλ.ουσ)
materialìsmo (ουσ αρσ ) matrìcola (θηλ.ουσ)
materialìsta (ουσ αρσ και θηλ.) matricolàre (επίθ.)
materialìsta (επίθ.) matricolàto (επίθ.)
materialìstico (επίθ.) matricolazióne (θηλ.ουσ)
materialità (θηλ.ουσ) matrìgna (θηλ.ουσ)
materializzàre (ρ. μτβ.) matrilineàre (επίθ.)
materializzarsi (ρ.μ. (αντων.)) matrimoniàle (επίθ.)
materializzazióne (θηλ.ουσ) matrimonialìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
materialménte (επίρ.) matrimònio (ουσ αρσ )
materialóne (ουσ αρσ ) matrizzàre (ρ.αμτβ.)
maternaménte (επίρ.) matròna (θηλ.ουσ)
maternità (θηλ.ουσ) matronàle (επίθ.)
matèrno (επίθ.) matronèo (ουσ αρσ )
materòzza (θηλ.ουσ) matronìmico (ουσ αρσ )
matinée (θηλ.ουσ) matronìmico (επίθ.)
matìta (θηλ.ουσ) màtta (θηλ.ουσ)
matràccio (ουσ αρσ ) mattacchióne (ουσ αρσ )
matriarcàle (επίθ.) mattàna (θηλ.ουσ)
matriarcàto (ουσ αρσ ) mattànza (θηλ.ουσ)
matrìce (θηλ.ουσ) mattàta (θηλ.ουσ)
matriciàle (επίθ.) mattatóio (ουσ αρσ )
matricìda (ουσ αρσ και θηλ.) mattatóre (ουσ αρσ )
matricìda (επίθ.) mattazióne (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: