Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

licenziàto (επίθ.) lièto (επίθ.)
licenziosità (θηλ.ουσ) liève (επίθ.)
licenzióso (επίθ.) lieveménte (επίρ.)
licèo (ουσ αρσ ) lievità (θηλ.ουσ)
lichène (ουσ αρσ ) lievitàre (ρ.αμτβ.)
lìcia (θηλ.ουσ) lievitàre (ρ. μτβ.)
lìcio (ουσ αρσ ) lievitazióne (θηλ.ουσ)
licitàre (ρ.αμτβ.) lièvito (ουσ αρσ )
licitazióne (θηλ.ουσ) lift (ουσ αρσ )
licopòdio (ουσ αρσ ) lìgio (επίθ.)
licoressìa (θηλ.ουσ) lignàggio (ουσ αρσ )
Licùrgo (κύρ.όν. αρσ.) lìgneo (επίθ.)
lìdar (ουσ αρσ ) lignificàre (ρ. μτβ.)
liddìte (θηλ.ουσ) lignificàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
lìdia (θηλ.ουσ) lignificazióne (θηλ.ουσ)
lidico (ουσ αρσ ) lignìna (θηλ.ουσ)
lidico (επίθ.) lignìte (θηλ.ουσ)
lìdio (ουσ αρσ ) lìgure (ουσ αρσ και θηλ.)
lìdio (επίθ.) lìgure (επίθ.)
lìdo (ουσ αρσ ) ligùstro (ουσ αρσ )
lied (ουσ αρσ ) liliàceo (επίθ.)
liederìstico (επίθ.) liliàle (θηλ. επίθ και ουσ)
Liègi (κύρ.όν. θηλ.) lìlla (ουσ αρσ )
lietaménte (επίρ.) lìlla (επίθ.)
lietìssimo (επίθ.) lillà (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: