Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

le (προσωπ. αντων.) leccóne (ουσ αρσ )
leader (ουσ αρσ και θηλ.) leccornìa, leccòrnia (θηλ.ουσ)
leàle (επίθ.) lecitaménte (επίρ.)
lealìsmo (ουσ αρσ ) lecitìna (θηλ.ουσ)
lealìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) lécito (ουσ αρσ )
lealménte (επίρ.) lécito (επίθ.)
lealtà (θηλ.ουσ) lèdere (ρ. μτβ.)
leàndro (ουσ αρσ ) léga (θηλ.ουσ)
leàrdo (αρσ. επίθ και ουσ) legàccio (ουσ αρσ )
leasing (ουσ αρσ ) legàle (ουσ αρσ )
lébbra (θηλ.ουσ) legàle (επίθ.)
lebbrosàrio (ουσ αρσ ) legalìsmo (ουσ αρσ )
lebbróso (ουσ αρσ ) legalìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
lebbróso (επίθ.) legalìstico (επίθ.)
lécca–lécca (ουσ αρσ ) legalità (θηλ.ουσ)
leccapiàtti (ουσ αρσ και θηλ.) legalitàrio (επίθ.)
leccapièdi (ουσ αρσ και θηλ.) legalizzàre (ρ. μτβ.)
leccàrda (θηλ.ουσ) legalizzazióne (θηλ.ουσ)
leccàre (ρ. μτβ.) legalménte (επίρ.)
leccarsi (ρ.μ. (αντων.)) legàme (ουσ αρσ )
leccàta (θηλ.ουσ) legaménto (ουσ αρσ )
leccàto (επίθ.) legàre (ρ.αμτβ.)
leccatùra (θηλ.ουσ) legàre (ρ. μτβ.)
leccéto (ουσ αρσ ) legarsi (ρ.μ. (αντων.))
léccio (ουσ αρσ ) legàta (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: