ItalianoGreco


leccatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [lekkaˈtura]

1 επιτήδευση
2 κολακεία
3 γλείψιμο
4 προσποίηση
5 εκζήτηση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---