Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


léccio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈletʧo]

1 πουρνάρι
2 πρίνος querus ilex
3 δρυς η αρία
4 πρινάρι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lecceto leccone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

leccarsi (ρ.μ. (αντων.))
leccata (θηλ.ουσ)
leccato (επίθ.)
leccatura (θηλ.ουσ)
lecceto (ουσ αρσ )
leccio (ουσ αρσ )
leccone (ουσ αρσ )
leccornia (θηλ.ουσ)
lecitamente (επίρ.)
lecitina (θηλ.ουσ)
lecito (ουσ αρσ )
lecito (επίθ.)
ledere (ρ. μτβ.)
lega (θηλ.ουσ)
legaccio (ουσ αρσ )
legale (ουσ αρσ )
legale (επίθ.)
legalismo (ουσ αρσ )
legalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
legalistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---