Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


legalìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [legaˈlizmo]

1 τυπολατρία
2 νομικισμός
3 σεβασμός στον νόμο κατά γράμμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  legale legalista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ledere (ρ. μτβ.)
lega (θηλ.ουσ)
legaccio (ουσ αρσ )
legale (ουσ αρσ )
legale (επίθ.)
legalismo (ουσ αρσ )
legalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
legalistico (επίθ.)
legalità (θηλ.ουσ)
legalitario (επίθ.)
legalizzare (ρ. μτβ.)
legalizzazione (θηλ.ουσ)
legalmente (επίρ.)
legame (ουσ αρσ )
legamento (ουσ αρσ )
legare (ρ.αμτβ.)
legare (ρ. μτβ.)
legarsi (ρ.μ. (αντων.))
legata (θηλ.ουσ)
legatario (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---