Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


legatàrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [legaˈtarjo]

1 κληροδόχος
2 κληρονόμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  legata legatizio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

legamento (ουσ αρσ )
legare (ρ.αμτβ.)
legare (ρ. μτβ.)
legarsi (ρ.μ. (αντων.))
legata (θηλ.ουσ)
legatario (ουσ αρσ )
legatizio (επίθ.)
legato (ουσ αρσ )
legato (επίθ.)
legatore (ουσ αρσ )
legatoria (θηλ.ουσ)
legatura (θηλ.ουσ)
legazione (θηλ.ουσ)
legenda (θηλ.ουσ)
legge (θηλ.ουσ)
leggenda (θηλ.ουσ)
leggendario (ουσ αρσ )
leggendario (επίθ.)
leggere (ρ. μτβ.)
leggerezza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---