Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


légge  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈledʤe]

ο νόμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  legenda leggenda  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


facoltà [θηλ. άκλ.] di legge = η Νομική Σχολή || legge [θηλ.] marziale = ο στρατιωτικός νόμος


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

legatore (ουσ αρσ )
legatoria (θηλ.ουσ)
legatura (θηλ.ουσ)
legazione (θηλ.ουσ)
legenda (θηλ.ουσ)
legge (θηλ.ουσ)
leggenda (θηλ.ουσ)
leggendario (ουσ αρσ )
leggendario (επίθ.)
leggere (ρ. μτβ.)
leggerezza (θηλ.ουσ)
leggermente (επίρ.)
leggero (αρσ. επίθ και ουσ)
leggiadramente (επίρ.)
leggiadria (θηλ.ουσ)
leggiadro (επίθ.)
leggibile (επίθ.)
leggibilità (θηλ.ουσ)
leggicchiare (ρ. μτβ.)
leggina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---