Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


leggiadraménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [ledʤadraˈmente]

χαριτωμένα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  leggero leggiadria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

leggendario (επίθ.)
leggere (ρ. μτβ.)
leggerezza (θηλ.ουσ)
leggermente (επίρ.)
leggero (αρσ. επίθ και ουσ)
leggiadramente (επίρ.)
leggiadria (θηλ.ουσ)
leggiadro (επίθ.)
leggibile (επίθ.)
leggibilità (θηλ.ουσ)
leggicchiare (ρ. μτβ.)
leggina (θηλ.ουσ)
leggio (ουσ αρσ )
legiferare (ρ.αμτβ.)
legionario (ουσ αρσ )
legionario (επίθ.)
legione (θηλ.ουσ)
legislativo (επίθ.)
legislatore (ουσ αρσ )
legislatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---