Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


leggendàrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ledʤenˈdarjo]

συναξάρι

leggendàrio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ledʤenˈdarjo]

1 θρυλικός
2 μυθώδης
3 φανταστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  leggenda leggere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

legatura (θηλ.ουσ)
legazione (θηλ.ουσ)
legenda (θηλ.ουσ)
legge (θηλ.ουσ)
leggenda (θηλ.ουσ)
leggendario (ουσ αρσ )
leggendario (επίθ.)
leggere (ρ. μτβ.)
leggerezza (θηλ.ουσ)
leggermente (επίρ.)
leggero (αρσ. επίθ και ουσ)
leggiadramente (επίρ.)
leggiadria (θηλ.ουσ)
leggiadro (επίθ.)
leggibile (επίθ.)
leggibilità (θηλ.ουσ)
leggicchiare (ρ. μτβ.)
leggina (θηλ.ουσ)
leggio (ουσ αρσ )
legiferare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---