Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlegalità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [legaliˈta] 1 τήρηση των νόμων 2 νομιμότητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |