ItalianoGreco


legàle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [leˈgale]

(avvocato) ο δικηγόρος

legàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [leˈgale]

1 (relativo alla legge) νομικός (-η, -ο)
2 (lecito) νόμιμος (-η, -ο)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


corso [αρσ.] legale = η εγκυρότητα || ora [θηλ.] legale = η θερινή ώρα || studio [αρσ.] legale = το δικηγορικό γραφείο



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---