Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lécito  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈleʧito]

1 θεμιτό μέσον
2 δίκιο

lécito  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈleʧito]

θεμιτός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lecitina ledere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

leccio (ουσ αρσ )
leccone (ουσ αρσ )
leccornia (θηλ.ουσ)
lecitamente (επίρ.)
lecitina (θηλ.ουσ)
lecito (ουσ αρσ )
lecito (επίθ.)
ledere (ρ. μτβ.)
lega (θηλ.ουσ)
legaccio (ουσ αρσ )
legale (ουσ αρσ )
legale (επίθ.)
legalismo (ουσ αρσ )
legalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
legalistico (επίθ.)
legalità (θηλ.ουσ)
legalitario (επίθ.)
legalizzare (ρ. μτβ.)
legalizzazione (θηλ.ουσ)
legalmente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---