Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


leccóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [lekˈkone]

1 γαλίφης
2 τσανακογλείφτης
3 τσάτσος
4 αδηφάγος
5 λαίμαργος
6 χαμερπής κόλακας
7 γλείφτης
8 κόλακας
9 δουλοπρεπής κόλακας
10 κόφτης
11 κωλογλείφτης
12 πινακογλείφτης
13 λιβανιστής
14 γλειψιματίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  leccio leccornia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

leccata (θηλ.ουσ)
leccato (επίθ.)
leccatura (θηλ.ουσ)
lecceto (ουσ αρσ )
leccio (ουσ αρσ )
leccone (ουσ αρσ )
leccornia (θηλ.ουσ)
lecitamente (επίρ.)
lecitina (θηλ.ουσ)
lecito (ουσ αρσ )
lecito (επίθ.)
ledere (ρ. μτβ.)
lega (θηλ.ουσ)
legaccio (ουσ αρσ )
legale (ουσ αρσ )
legale (επίθ.)
legalismo (ουσ αρσ )
legalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
legalistico (επίθ.)
legalità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---