Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


leccornìa, leccòrnia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [lekkorˈnia], [lekˈkɔrnja]

1 μεζές
2 ορεκτικό
3 εκλεκτό φαγητό
4 λιχουδιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  leccone lecitamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

leccato (επίθ.)
leccatura (θηλ.ουσ)
lecceto (ουσ αρσ )
leccio (ουσ αρσ )
leccone (ουσ αρσ )
leccornia (θηλ.ουσ)
lecitamente (επίρ.)
lecitina (θηλ.ουσ)
lecito (ουσ αρσ )
lecito (επίθ.)
ledere (ρ. μτβ.)
lega (θηλ.ουσ)
legaccio (ουσ αρσ )
legale (ουσ αρσ )
legale (επίθ.)
legalismo (ουσ αρσ )
legalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
legalistico (επίθ.)
legalità (θηλ.ουσ)
legalitario (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---