Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lèdere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈlɛdere]

1 τραυματίζω
2 βλάπτω
3 κάνω κακό
4 ζημιώνω
5 πληγώνω
6 στραπατσάρω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lecito lega  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

leccornia (θηλ.ουσ)
lecitamente (επίρ.)
lecitina (θηλ.ουσ)
lecito (ουσ αρσ )
lecito (επίθ.)
ledere (ρ. μτβ.)
lega (θηλ.ουσ)
legaccio (ουσ αρσ )
legale (ουσ αρσ )
legale (επίθ.)
legalismo (ουσ αρσ )
legalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
legalistico (επίθ.)
legalità (θηλ.ουσ)
legalitario (επίθ.)
legalizzare (ρ. μτβ.)
legalizzazione (θηλ.ουσ)
legalmente (επίρ.)
legame (ουσ αρσ )
legamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---