Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


legàme  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [leˈgame]

ο δεσμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  legalmente legamento  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


legame [αρσ.] di parentela = ο συγγενικός δεσμός


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

legalità (θηλ.ουσ)
legalitario (επίθ.)
legalizzare (ρ. μτβ.)
legalizzazione (θηλ.ουσ)
legalmente (επίρ.)
legame (ουσ αρσ )
legamento (ουσ αρσ )
legare (ρ.αμτβ.)
legare (ρ. μτβ.)
legarsi (ρ.μ. (αντων.))
legata (θηλ.ουσ)
legatario (ουσ αρσ )
legatizio (επίθ.)
legato (ουσ αρσ )
legato (επίθ.)
legatore (ουσ αρσ )
legatoria (θηλ.ουσ)
legatura (θηλ.ουσ)
legazione (θηλ.ουσ)
legenda (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---