Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlegàme
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [leˈgame] ο δεσμός permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαlegame [αρσ.] di parentela = ο συγγενικός δεσμός Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |