Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


leccapièdi  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,lekkaˈpjɛdi]

1 γλειψιματίας
2 γαλίφης
3 κόλακας
4 γλείφτης
5 τσανακογλείφτης
6 τσάτσος
7 χαμερπής κόλακας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  leccapiatti leccarda  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lebbrosario (ουσ αρσ )
lebbroso (ουσ αρσ )
lebbroso (επίθ.)
lecca–lecca (ουσ αρσ )
leccapiatti (ουσ αρσ και θηλ.)
leccapiedi (ουσ αρσ και θηλ.)
leccarda (θηλ.ουσ)
leccare (ρ. μτβ.)
leccarsi (ρ.μ. (αντων.))
leccata (θηλ.ουσ)
leccato (επίθ.)
leccatura (θηλ.ουσ)
lecceto (ουσ αρσ )
leccio (ουσ αρσ )
leccone (ουσ αρσ )
leccornia (θηλ.ουσ)
lecitamente (επίρ.)
lecitina (θηλ.ουσ)
lecito (ουσ αρσ )
lecito (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---