Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlebbróso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [lebˈbroso], [lebˈbrozo] λεπρός lebbróso επίθετο Προσφορά I.P.A.: [lebˈbroso], [lebˈbrozo] ο της λέπρας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |