Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

eminentìssimo (επίθ.) emmètrope (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
eminènza (θηλ.ουσ) emmetropìa (θηλ.ουσ)
emiòno, emiòno (ουσ αρσ ) emmetròpico (αρσ. επίθ και ουσ)
emiopìa (θηλ.ουσ) emoclasìa (θηλ.ουσ)
emiparèsi, emipàresi (θηλ.ουσ) emodiàlisi (θηλ.ουσ)
emiplegìa (θηλ.ουσ) emodinamòmetro (ουσ αρσ )
emiplègico (αρσ. επίθ και ουσ) emofilìa (θηλ.ουσ)
emiràto (ουσ αρσ ) emofilìaco (αρσ. επίθ και ουσ)
emìro (ουσ αρσ ) emofìlico (αρσ. επίθ και ουσ)
emisfèrico (επίθ.) emofobìa (θηλ.ουσ)
emisferio (ουσ αρσ ) emoftalmìa (θηλ.ουσ)
emisfèro (ουσ αρσ ) emoglobìna (θηλ.ουσ)
emissàrio (ουσ αρσ ) emoglobinùria (θηλ.ουσ)
emissióne (θηλ.ουσ) emolìsi, emòlisi (θηλ.ουσ)
emissività (θηλ.ουσ) emolisìna (θηλ.ουσ)
emissìvo (επίθ.) emolìtico (επίθ.)
emistìchio (ουσ αρσ ) emolliènte (επίθ.)
emitriteo (ουσ αρσ ) emoluménto (ουσ αρσ )
emittènte (ουσ αρσ και θηλ.) emometrìa (θηλ.ουσ)
emittènte (επίθ.) emòmetro (ουσ αρσ )
emìtteri (ουσ αρσ πληθ.) emopoièsi (θηλ.ουσ)
èmme (ουσ αρσ και θηλ.) emopoiètico (επίθ.)
emmenagògo (επίθ.) emorragìa (θηλ.ουσ)
èmmental (ουσ αρσ ) emorràgico (επίθ.)
émmenthal (ουσ αρσ ) emorroidàle (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: