Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dopoché (σύνδ.) dóppio (επίρ.)
dopodiché (επίρ.) doppiofóndo (ουσ αρσ )
dopodomàni (ουσ αρσ ) doppiogiochìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
dopoguèrra (ουσ αρσ ) doppiolavorìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
dopolavóro (ουσ αρσ ) doppióne (ουσ αρσ )
dopoprànzo (ουσ αρσ ) doppiopètto (ουσ αρσ )
dopoprànzo (επίρ.) doppiopètto (επίθ.)
doposcì (αρσ. επίθ και ουσ) doppìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
doposcuòla (ουσ αρσ ) doràre (ρ. μτβ.)
dopotùtto (επίρ.) doràto (αρσ. επίθ και ουσ)
dóppia (θηλ.ουσ) doratóre (ουσ αρσ )
doppiàggio (ουσ αρσ ) doratùra (θηλ.ουσ)
doppiaménte (επίρ.) dòrico (ουσ αρσ )
doppiàre (ρ. μτβ.) dòrico (επίθ.)
doppiàto (ουσ αρσ ) dormicchiàre (ρ.αμτβ.)
doppiàto (επίθ.) dormiènte (ουσ αρσ )
doppiatóre (ουσ αρσ ) dormiènte (επίθ.)
doppiatùra (θηλ.ουσ) dormigliòne (αρσ. επίθ και ουσ)
doppieggiatùra (θηλ.ουσ) dormìre (ρ.αμτβ.)
doppière (ουσ αρσ ) dormirsela (ρ. με αντ.ή επιρρ. μ.)
doppiétta (θηλ.ουσ) dormìta (θηλ.ουσ)
doppiézza (θηλ.ουσ) dormitìna (θηλ.ουσ)
doppìno (ουσ αρσ ) dormitòrio (ουσ αρσ )
dóppio (ουσ αρσ ) dormitùra (θηλ.ουσ)
dóppio (επίθ.) dormivéglia (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: