Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

colèra (ουσ αρσ ) collaborazionìsmo (ουσ αρσ )
còlera (θηλ.ουσ) collaborazionìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
colèrico (αρσ. επίθ και ουσ) collage (ουσ αρσ )
coleróso (ουσ αρσ ) collàgeno (αρσ. επίθ και ουσ)
coleróso (επίθ.) collàna (θηλ.ουσ)
colestàsi (θηλ.ουσ) collant (αρσ. επίθ και ουσ)
colesterìna (θηλ.ουσ) collànte (αρσ. επίθ και ουσ)
colesteròlo (ουσ αρσ ) collàre (ουσ αρσ )
còlf (θηλ.ουσ) collarìno (ουσ αρσ )
colibacìllo (ουσ αρσ ) collàsso (ουσ αρσ )
colibrì (ουσ αρσ ) collateràle (ουσ αρσ )
còlica (θηλ.ουσ) collateràle (επίθ.)
còlico (επίθ.) collaudàre (ρ. μτβ.)
colìna (θηλ.ουσ) collaudatóre (ουσ αρσ )
colinèrgico (επίθ.) collàudo (ουσ αρσ )
colinesteràsi (θηλ.ουσ) collazionàre (ρ. μτβ.)
colìno (ουσ αρσ ) collazionatóre (ουσ αρσ )
colìte (θηλ.ουσ) collazióne (θηλ.ουσ)
colìtico (ουσ αρσ και θηλ.) còlle (ουσ αρσ )
colìtico (επίθ.) collèga (ουσ αρσ και θηλ.)
còlla (θηλ.ουσ) collegaménto (ουσ αρσ )
collaboràre (ρ.αμτβ.) collegàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
collaboratóre (ουσ αρσ ) collegàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
collaboratrice (θηλ.ουσ) collegatàrio (ουσ αρσ )
collaborazióne (θηλ.ουσ) collegàto (αρσ. επίθ και ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: