Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


coleróso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [koleˈroso], [koleˈrozo]

χολεροπαθής

coleróso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [koleˈroso], [koleˈrozo]

χολερικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  colerico colestasi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

coleotteri (ουσ αρσ πληθ.)
coleottero (ουσ αρσ )
colera (ουσ αρσ )
colera (θηλ.ουσ)
colerico (αρσ. επίθ και ουσ)
coleroso (ουσ αρσ )
coleroso (επίθ.)
colestasi (θηλ.ουσ)
colesterina (θηλ.ουσ)
colesterolo (ουσ αρσ )
colf (θηλ.ουσ)
colibacillo (ουσ αρσ )
colibrì (ουσ αρσ )
colica (θηλ.ουσ)
colico (επίθ.)
colina (θηλ.ουσ)
colinergico (επίθ.)
colinesterasi (θηλ.ουσ)
colino (ουσ αρσ )
colite (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---