Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


coleòtteri  
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός

Προσφορά I.P.A.: [koleˈtteri]

κολεόπτερα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  colemia coleottero  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

colecistostomia (θηλ.ουσ)
coledoco (ουσ αρσ )
colei (δεικτ. αντων.)
colelitiasi (θηλ.ουσ)
colemia (θηλ.ουσ)
coleotteri (ουσ αρσ πληθ.)
coleottero (ουσ αρσ )
colera (ουσ αρσ )
colera (θηλ.ουσ)
colerico (αρσ. επίθ και ουσ)
coleroso (ουσ αρσ )
coleroso (επίθ.)
colestasi (θηλ.ουσ)
colesterina (θηλ.ουσ)
colesterolo (ουσ αρσ )
colf (θηλ.ουσ)
colibacillo (ουσ αρσ )
colibrì (ουσ αρσ )
colica (θηλ.ουσ)
colico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---