Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


collaboratóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kollaboraˈtore]

ο συνεργαστής, η συνεργάστιδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  collaborare collaboratrice  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

colite (θηλ.ουσ)
colitico (ουσ αρσ και θηλ.)
colitico (επίθ.)
colla (θηλ.ουσ)
collaborare (ρ.αμτβ.)
collaboratore (ουσ αρσ )
collaboratrice (θηλ.ουσ)
collaborazione (θηλ.ουσ)
collaborazionismo (ουσ αρσ )
collaborazionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
collage (ουσ αρσ )
collageno (αρσ. επίθ και ουσ)
collana (θηλ.ουσ)
collant (αρσ. επίθ και ουσ)
collante (αρσ. επίθ και ουσ)
collare (ουσ αρσ )
collarino (ουσ αρσ )
collasso (ουσ αρσ )
collaterale (ουσ αρσ )
collaterale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---