ItalianoGreco


colìtico  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [koˈlitiko]

άρρωστος με κολίτιδα

colìtico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [koˈlitiko]

ο της κολίτιδας


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---