Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcollaborazionìsta
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [kollaborattsjoˈnista] 1 συνεργάτης αρχών κατοχής 2 συνεργάτης του εχθρού permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |