Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


collage  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kolˈlaʒ]

1 τέχνη συρραφής ανόμοιων υλικών
2 συρραφή ανόμοιων πραγμάτων
3 κολάζ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  collaborazionista collageno  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

collaboratore (ουσ αρσ )
collaboratrice (θηλ.ουσ)
collaborazione (θηλ.ουσ)
collaborazionismo (ουσ αρσ )
collaborazionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
collage (ουσ αρσ )
collageno (αρσ. επίθ και ουσ)
collana (θηλ.ουσ)
collant (αρσ. επίθ και ουσ)
collante (αρσ. επίθ και ουσ)
collare (ουσ αρσ )
collarino (ουσ αρσ )
collasso (ουσ αρσ )
collaterale (ουσ αρσ )
collaterale (επίθ.)
collaudare (ρ. μτβ.)
collaudatore (ουσ αρσ )
collaudo (ουσ αρσ )
collazionare (ρ. μτβ.)
collazionatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---