Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcollage
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kolˈlaʒ] 1 τέχνη συρραφής ανόμοιων υλικών 2 συρραφή ανόμοιων πραγμάτων 3 κολάζ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |