Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cartografìa (θηλ.ουσ) casalìnga (θηλ.ουσ)
cartogràfico (επίθ.) casalìngo (αρσ. επίθ και ουσ)
cartògrafo (ουσ αρσ ) casamàtta (θηλ.ουσ)
cartogràmma (ουσ αρσ ) casaménto (ουσ αρσ )
cartolàio (ουσ αρσ ) casamòbile (θηλ.ουσ)
cartolerìa (θηλ.ουσ) casanòva (ουσ αρσ )
cartolibrerìa (θηλ.ουσ) casaréccio (επίθ.)
cartolìna (θηλ.ουσ) casàro (ουσ αρσ )
cartomànte (ουσ αρσ και θηλ.) casàta (θηλ.ουσ)
cartomanzìa (θηλ.ουσ) casàto (ουσ αρσ )
cartonàre (ρ. μτβ.) casba (θηλ.ουσ)
cartoncìno (ουσ αρσ ) cascàggine (θηλ.ουσ)
cartóne (ουσ αρσ ) cascàme (ουσ αρσ )
cartonifìcio (ουσ αρσ ) cascamòrto (ουσ αρσ )
cartonìsta (ουσ αρσ και θηλ.) cascàre (ρ.αμτβ.)
cartotèca (θηλ.ουσ) cascarilla (θηλ.ουσ)
cartotècnica (θηλ.ουσ) cascàta (θηλ.ουσ)
cartotècnico (ουσ αρσ ) cascatóre (ουσ αρσ )
cartotècnico (επίθ.) cascìna (θηλ.ουσ)
cartùccia (θηλ.ουσ) cascinàle (ουσ αρσ )
cartuccièra (θηλ.ουσ) càsco (ουσ αρσ )
carùncola (θηλ.ουσ) caseggiàto (ουσ αρσ )
càsa (θηλ.ουσ) caseifìcio (ουσ αρσ )
casàcca (θηλ.ουσ) caseìna (θηλ.ουσ)
casàle (ουσ αρσ ) casèlla (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: