Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


casanòva  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kasaˈnɔva]

1 εραστής πολλών γυναικών
2 γυναικοκατακτητής
3 δονζουάν
4 πλέι μπόι
5 καζανόβας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  casamobile casareccio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

casalinga (θηλ.ουσ)
casalingo (αρσ. επίθ και ουσ)
casamatta (θηλ.ουσ)
casamento (ουσ αρσ )
casamobile (θηλ.ουσ)
casanova (ουσ αρσ )
casareccio (επίθ.)
casaro (ουσ αρσ )
casata (θηλ.ουσ)
casato (ουσ αρσ )
casba (θηλ.ουσ)
cascaggine (θηλ.ουσ)
cascame (ουσ αρσ )
cascamorto (ουσ αρσ )
cascare (ρ.αμτβ.)
cascarilla (θηλ.ουσ)
cascata (θηλ.ουσ)
cascatore (ουσ αρσ )
cascina (θηλ.ουσ)
cascinale (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---