Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcasanòva
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kasaˈnɔva] 1 εραστής πολλών γυναικών 2 γυναικοκατακτητής 3 δονζουάν 4 πλέι μπόι 5 καζανόβας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |