Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcascamòrto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kaskaˈmɔrto] 1 ερωτοχτυπημένος 2 εραστής που λιώνει από έρωτα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |