Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcasellànte
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kaselˈlante] 1 ιχνηλάτης 2 συνοδοιπόρος 3 σηματωρός 4 διαβιβαστής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |