Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcasermìstico
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [kaserˈmistiko], [kazerˈmistiko] 1 ο της παραγκούπολης 2 όμοιος με παράγκα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |