Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


casolàre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kasoˈlare]

1 πατρικό σπίτι
2 αγροτόσπιτο
3 φάρμα
4 σπιτικό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  caso casomai  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

casino (ουσ αρσ )
casinò (ουσ αρσ )
casista (ουσ αρσ και θηλ.)
casistica (θηλ.ουσ)
caso (ουσ αρσ )
casolare (ουσ αρσ )
casomai (σύνδ.)
casotto (ουσ αρσ )
caspita (επιφ.)
cassa (θηλ.ουσ)
cassaforma (θηλ.ουσ)
cassaforte (θηλ.ουσ)
cassaio (ουσ αρσ )
cassandra (θηλ.ουσ)
cassapanca (θηλ.ουσ)
cassare (ρ. μτβ.)
cassata (θηλ.ουσ)
cassazione (θηλ.ουσ)
cassero (ουσ αρσ )
casseruola (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---