Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


càso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkazo]

η περίπτωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  casistica casolare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


a caso = τυχαία || casi [αρσ. πλυθ.] urgenti = τα επείγοντα περιστατικά || caso mai = ενδεχομένως || fare caso = δίνω σημασία σε || in caso d'emergenza = σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης || in caso di necessità = σε περίπτωση ανάγκης || in ogni caso = έτσι κι αλλιώς, σε κάθε περίπτωση || nel caso in cui = στην περίπτωση που || per caso = κατά τύχη || si dà il caso che... = τυχαίνει να...


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

casinista (ουσ αρσ και θηλ.)
casino (ουσ αρσ )
casinò (ουσ αρσ )
casista (ουσ αρσ και θηλ.)
casistica (θηλ.ουσ)
caso (ουσ αρσ )
casolare (ουσ αρσ )
casomai (σύνδ.)
casotto (ουσ αρσ )
caspita (επιφ.)
cassa (θηλ.ουσ)
cassaforma (θηλ.ουσ)
cassaforte (θηλ.ουσ)
cassaio (ουσ αρσ )
cassandra (θηλ.ουσ)
cassapanca (θηλ.ουσ)
cassare (ρ. μτβ.)
cassata (θηλ.ουσ)
cassazione (θηλ.ουσ)
cassero (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---