ItalianoGreco


càso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkazo]

η περίπτωση


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


a caso = τυχαία || casi [αρσ. πλυθ.] urgenti = τα επείγοντα περιστατικά || caso mai = ενδεχομένως || fare caso = δίνω σημασία σε || in caso d'emergenza = σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης || in caso di necessità = σε περίπτωση ανάγκης || in ogni caso = έτσι κι αλλιώς, σε κάθε περίπτωση || nel caso in cui = στην περίπτωση που || per caso = κατά τύχη || si dà il caso che... = τυχαίνει να...



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---