ItalianoGreco


Αποσαφήνιση

Η αναζήτηση σας έδωσε περισσότερα αποτελέσματα:
  • () ΣΕ ΑΥΤΗ ΤΗ ΣΕΛΙΔΑ
  • ()

casìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kaˈsino], [kaˈzino]

1 (disordine) η ακαταστασία
2 (rumore) ο θόριβος
3 (bordello) μπορντέλο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---