Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


casétta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kaˈsetta]

1 (teca) το κιβώτιο
2 (recipiente) το καφάσι
3 (del registratore) η κασέτα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  casermone casigliano  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

casereccio (επίθ.)
caserma (θηλ.ουσ)
casermaggio (ουσ αρσ )
casermistico (επίθ.)
casermone (ουσ αρσ )
casetta (θηλ.ουσ)
casigliano (ουσ αρσ )
casinista (ουσ αρσ και θηλ.)
casino (ουσ αρσ )
casinò (ουσ αρσ )
casista (ουσ αρσ και θηλ.)
casistica (θηλ.ουσ)
caso (ουσ αρσ )
casolare (ουσ αρσ )
casomai (σύνδ.)
casotto (ουσ αρσ )
caspita (επιφ.)
cassa (θηλ.ουσ)
cassaforma (θηλ.ουσ)
cassaforte (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---