Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcaseréccio
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [kaseˈretʧo] 1 σπιτίσιος 2 σπιτικός permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαpane [αρσ.] casereccio = το χωριάτικο ψωμί Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |