Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcasòtto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kaˈsɔtto] 1 καλύβα στην άκρη της θάλασσας 2 ξύλινο υπόστεγο 3 σαματάς 4 νταραβέρι 5 σκοπιά 6 φασαρία 7 φυλάκιο 8 σπιτάκι του σκύλου 9 μπουρδέλο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |