Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcassétta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kasˈsetta] 1 κιβώτιο 2 κασέτα 3 θέση του αμαξά 4 δοχείο 5 κουτί 6 μικρή θήκη 7 μπιζουτιέρα permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαcassetta [θηλ.] delle lettere # buca [θηλ.] delle lettere = το γραμματοκιβώτιο || cassetta [θηλ.] di sicurezza = η ασφαλιστική θυρίδα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |