Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cassettìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kassetˈtista]

ενοικιαστής θυρίδας ασφαλείας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cassettina cassetto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cassero (ουσ αρσ )
casseruola (θηλ.ουσ)
cassetta (θηλ.ουσ)
cassettiera (θηλ.ουσ)
cassettina (θηλ.ουσ)
cassettista (ουσ αρσ και θηλ.)
cassetto (ουσ αρσ )
cassettone (ουσ αρσ )
cassia (θηλ.ουσ)
cassiere (ουσ αρσ )
cassino (ουσ αρσ )
cassiterite (θηλ.ουσ)
cassone (ουσ αρσ )
cassonetto (ουσ αρσ )
cast (ουσ αρσ )
casta (θηλ.ουσ)
castagna (θηλ.ουσ)
castagnaccio (ουσ αρσ )
castagneto (ουσ αρσ )
castagnetta (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---