Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


castagnétta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kastaɲˈɲetta]

1 συσκευή με εκρηκτικά
2 καστανιέτα
3 κρότος με τα δάχτυλα
4 κροτίδα
5 βαρελότο
6 πυροτέχνημα με θόρυβο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  castagneto castagno  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cast (ουσ αρσ )
casta (θηλ.ουσ)
castagna (θηλ.ουσ)
castagnaccio (ουσ αρσ )
castagneto (ουσ αρσ )
castagnetta (θηλ.ουσ)
castagno (ουσ αρσ )
castagno (επίθ.)
castagnola (θηλ.ουσ)
castaldo (ουσ αρσ )
castale (επίθ.)
castano (επίθ.)
castellana (θηλ.ουσ)
castellano (ουσ αρσ )
castellatura (θηλ.ουσ)
castelletto (ουσ αρσ )
castello (ουσ αρσ )
castigamatti (ουσ αρσ )
castigare (ρ. μτβ.)
castigatezza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---