ItalianoGreco


castagnétta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kastaɲˈɲetta]

1 συσκευή με εκρηκτικά
2 καστανιέτα
3 κρότος με τα δάχτυλα
4 κροτίδα
5 βαρελότο
6 πυροτέχνημα με θόρυβο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---