castàldo
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [kasˈtaldo]
1 τροφοδότης πλοίου
2 υπάλληλος τροφοδοσίας οργανισμού
3 μεσίτης γης και ακίνητης περιουσίας
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [kasˈtaldo]
1 τροφοδότης πλοίου
2 υπάλληλος τροφοδοσίας οργανισμού
3 μεσίτης γης και ακίνητης περιουσίας
permalink
castaldo (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android