Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


castigatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [kastigaˈtore]

1 εκδικητής
2 τιμωρός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  castigatezza castigo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

castelletto (ουσ αρσ )
castello (ουσ αρσ )
castigamatti (ουσ αρσ )
castigare (ρ. μτβ.)
castigatezza (θηλ.ουσ)
castigatore (αρσ. επίθ και ουσ)
castigo (ουσ αρσ )
castità (θηλ.ουσ)
casto (επίθ.)
castone (ουσ αρσ )
castorino (ουσ αρσ )
castoro (ουσ αρσ )
castrametazione (θηλ.ουσ)
castrare (ρ. μτβ.)
castrato (ουσ αρσ )
castrato (επίθ.)
castratoio (ουσ αρσ )
castratura (θηλ.ουσ)
castrazione (θηλ.ουσ)
castrismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---