castràto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [kasˈtrato]
1 εκτομίας
2 μουνούχος
3 ευνουχισμένο ζώο
4 ευνουχισμένος κριός
5 ευνούχος
6 κρέας αρνίσιο
castràto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [kasˈtrato]
1 λογοκριμένος
2 ξεκαθαρισμένος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [kasˈtrato]
1 εκτομίας
2 μουνούχος
3 ευνουχισμένο ζώο
4 ευνουχισμένος κριός
5 ευνούχος
6 κρέας αρνίσιο
castràto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [kasˈtrato]
1 λογοκριμένος
2 ξεκαθαρισμένος
permalink
castrato (ουσ αρσ )
castrato (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android