Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcastòro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kasˈtɔro] 1 καστόρι 2 γούνα κάστορα 3 κάστορας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |