Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


castratóio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kastraˈtojo]

μαχαίρι ευνουχισμού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  castrato castratura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

castoro (ουσ αρσ )
castrametazione (θηλ.ουσ)
castrare (ρ. μτβ.)
castrato (ουσ αρσ )
castrato (επίθ.)
castratoio (ουσ αρσ )
castratura (θηλ.ουσ)
castrazione (θηλ.ουσ)
castrismo (ουσ αρσ )
castrista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
castronaggine (θηλ.ουσ)
castrone (ουσ αρσ )
castroneria (θηλ.ουσ)
casuale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
casualità (θηλ.ουσ)
casualmente (επίρ.)
casuario (ουσ αρσ )
casuista (ουσ αρσ και θηλ.)
casupola (θηλ.ουσ)
catabolico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---