Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


castrazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kastratˈtsjone]

1 ορχεκτομή
2 ορχεκτομία
3 ευνουχισμός
4 μουνούχισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  castratura castrismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

castrare (ρ. μτβ.)
castrato (ουσ αρσ )
castrato (επίθ.)
castratoio (ουσ αρσ )
castratura (θηλ.ουσ)
castrazione (θηλ.ουσ)
castrismo (ουσ αρσ )
castrista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
castronaggine (θηλ.ουσ)
castrone (ουσ αρσ )
castroneria (θηλ.ουσ)
casuale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
casualità (θηλ.ουσ)
casualmente (επίρ.)
casuario (ουσ αρσ )
casuista (ουσ αρσ και θηλ.)
casupola (θηλ.ουσ)
catabolico (επίθ.)
catabolismo (ουσ αρσ )
cataclasi (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---