Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcatàclasi, cataclàsi
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [,kaˈtaklazi], [,kataˈklazi] 1 τσάκισμα 2 κατάκλαση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |