Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


catafràtto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [kataˈfratto]

καταφράκτης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  catafratta catalessi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

catacresi (θηλ.ουσ)
catadiottro (ουσ αρσ )
catafalco (ουσ αρσ )
cataforesi (θηλ.ουσ)
catafratta (θηλ.ουσ)
catafratto (αρσ. επίθ και ουσ)
catalessi (θηλ.ουσ)
catalessia (θηλ.ουσ)
catalettico (επίθ.)
cataletto (ουσ αρσ )
catalisi (θηλ.ουσ)
catalitico (επίθ.)
catalizzare (ρ. μτβ.)
catalizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
catalogabile (επίθ.)
catalogare (ρ. μτβ.)
catalogatore (αρσ. επίθ και ουσ)
catalogazione (θηλ.ουσ)
catalogo (ουσ αρσ )
catamarano (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---